Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Μαθήματα πολλαπλής επιλογής



Η σημερινή μέρα είχε όλα τα ρήματα που μπορώ να σκεφτώ. Ενοχλούμαι, θίγομαι, στεναχωριέμαι, πεισμώνω, αφαιρούμαι, ονειροπολώ, νοιώθω, αναρωτιέμαι, οδηγώ, κρατώ. Δε θα βγάλω άχνα για τη δουλειά. Ο αγών θα δικαιωθεί.

Τελειώνοντας όμως απ' τη μαυρίλα του γραφείου και βγαίνοντας στον έξω κόσμο, ανακάλυψα πως η μέρα έχει μικρύνει. Ω, ναι. Στις 6:15 που έφυγα είχε σκοτεινιάσει και στις 7:20 που μπήκα στο σπίτι μου είχε πια νυχτώσει.

Θα με ρωτήσεις γιατί στα λέω όλα αυτά και σε πρήζω απογευματονυχτιάτικα. Καλά θα κάνεις, γι' αυτό εξηγώ: Στη διαδρομή Ομόνοια - Αγία Παρασκευή - σπίτι μου, είδα πολλούς, πάρα πολλούς ανθρώπους. Είδα ζευγάρια, μοναχικούς με γκρίζα μπουφάν και κλειστές ομπρέλες, παιδιά που έλιωναν περιμένοντας μέχρι να ανάψει το πράσινο για να περάσουν στην απέναντι πολυκατοικία, στο μαντρωμένο φιλαράκι τους.

Ανάμεσα σ' αυτούς είδα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι με τις τσάντες τους χιαστί στο λαιμό, να περιμένουν υπομονετικά ταξί. Εκείνος, ψηλός, ασπρομάλλης σήκωνε τακτικά το χέρι του ψάχνοντας. Εκείνη κοντούλα, ένα βήμα πίσω από εκείνον. Σαν να του έδινε την πρωτοβουλία, έναντι των χρόνων που έζησαν μαζί. Τους έβλεπα αρκετή ώρα, περιμένοντας το φανάρι να ανάψει. Έσβησα τη μουσική και χαμήλωσα το παράθυρο για να τους ρωτήσω αν ήθελαν να τους πάω οπουδήποτε. Κοντοστάθηκα βλέποντας ξανά τις χιαστί τσάντες, δείγμα του φόβου τους για τους πιθανούς κλέφτες. Τσαντίστηκα με τους Ευαγγελάτους όλου του κόσμου που μας έχουν κάνει έρμαια των σκοτεινών παθών μας, αλλά και με τον εαυτό μου που έβαλα πρώτη, φεύγοντας, επειδή ντράπηκα να τους ρωτήσω. Αισθάνομαι ότι άφησα παρακαταθήκη το μυαλό μου σ' αυτό το ζευγάρι χρόνων.

Λίγο παρακάτω, 4-5 φανάρια πιο μετά, είδα ένα μακρυμάλλικο αγόρι με φαρδιά ρούχα και ένα κοντό ποδήλατο. Φορούσε κουκούλα και ανάμεσα στα μαλλιά και στο ρούχο, ξέφευγαν οι κατάμαυρες τρίχες των ποδιών του. Στη γωνιά φίλησε την κοπέλα του για να πάει να κάνει μάλλον γκράφιτι με το φίλο που τον περίμενε λίγο παρακάτω. Τη φίλησε με τα μάτια ανοιχτά. Γύρισα το βλέμμα γιατί δε θα ήθελα να ήμουν ποτέ στη θέση αυτής της κοπέλας. Το απόλυτο δόσιμο που περίμενα στην αθωότητα αυτής της ηλικίας, δεν κατοικούσε σ' αυτή τη γωνιά.

Επί της Σόλωνος, έξω από μια καφετέρια είδα το τρίτο ζευγάρι. Εκείνος δεν είχε ούτε μια τρίχα πάνω του. Φρύδια, χέρια, κεφάλι. Δε θυμάμαι πως λέγεται αυτή η ασθένεια και ούτε θέλω να θυμηθώ. Μπροστά του, κατέβηκε από ένα σκουτεράκι μια κοπέλα. Γεμάτη, με τζιν, μπλούζα με ένα πλούσιο, πανέμορφο μαλλί. Την αγκάλιασε σαν αυγή. Τον φίλησε με όλη της την πνοή.

Κάτι μου λέει μέσα μου πως το πρώτο και το τρίτο ζευγάρι έχουν κάτι κοινό. Είναι η ανατολή και η δύση. Τα ζευγάρια που πρέπει να είναι μαζί γιατί έτσι...πρέπει. Γιατί έτσι τους έμελλε. Εκείνος που κάνει ένα βήμα μπροστά για να της φωνάξει ταξί. Εκείνη που τον αγκαλιάζει και πνίγεται στο άτριχο, άθελά του, στήθος. Εκείνος που περιμένει με αγωνία για να κατεβάσει το πόδι της απ' το μηχανάκι. Εκείνη που αγγίζει το χέρι του μετά από τόσο καιρό και ξέρει ότι τίποτα σ' αυτόν τον κόσμο δε θα της χαλάσει τη στιγμή.


Τη στιγμή που το ουράνιο τόξο δεν καταπιέζεται, δε σταματά να δημιουργείται, δεν παύει να αφήνεται, να απελευθερώνεται και να ολοκληρώνεται.

Τελευταία οδηγώ και κρατιέμαι την τελευταία στιγμή για να μην τρακάρω. Αφαιρούμαι βλέποντας τις μικρές, ανθρώπινες ιστορίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου