Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009


ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΣΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΤΑ ΚΟΛΑΖ ΕΝΤΡΟΠΗ, TO ΛΑΤΡΕΜΕΝΟ ΡΟΛΟΙ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΜΕ ΕΝΑ ΚΑΥΤΟ ΦΙΛΙ ΜΕ ΓΛΩΣΣΑ.
ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΜΟΥ ΜΕ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΑΝ.
ΤΣΙΟΥ

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Σ' έναν γατοπαράδεισο


Αιτία θανάτου: Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Έτσι θα λέγαμε αν ήταν άνθρωπος. Ήταν όμως γάτα. Ένα ζώο που ένα άλλο ζώο προτίμησε να την πατήσει παρά να πατήσει το φρένο του. Φώναξα τον πατέρα μου να μαζέψει τη γάτα μας απ' το δρόμο, γιατί τριγύρω της μαζεύτηκαν τα μωρά καθώς και η μητριά της, η κυρία γάτα μου που ξεκίνησε να βγαίνει κι αυτή έξω απ' την αυλή για να μας προϋπαντήσει και η ψυχή μου πάει κι έρχεται κάθε μέρα.
Το συγκεκριμένο γατί δε θα ξανατριφτεί στα πόδια μου φωνάζοντας για φαγητό, όπως έκανε δύο χρόνια τώρα κάθε μέρα που περνούσε.
Λυπάμαι γιατί αυτή η γάτα έδωσε τιτάνιες μάχες να κρατηθεί στη ζωή από μωρό, όταν η μάνα της την παράτησε και την υιοθέτησε η δικιά μου με το έτσι θέλω, όσο και να μάλλωνα μαζί της. Δεν άντεχα, βλέπεις, άλλο ένα μωρό στο τσουβάλι μου ούτε να υποστώ άλλη μία αγωνία για το αν θα επιβιώσει, αλλά η κυρία γάτα μου με έπεισε. Λεπτή, κοκκαλιασμένη, παρατημένη κι όμως έζησε. Όπως κι έζησε βγάζοντας από μέσα της εφτά νέα γατιά.
Πάντα φωνάζε για οτιδήποτε κι αν έκανε. Πεινούσε; Φώναζε. Διψούσε; Φώναζε; Γεννούσε; Πάλι φώναζε. Ευτυχώς το ατύχημά της ήταν ακαριαίο. Την είδα. Δε θα άντεχα να την ακούσω και να φωνάζει.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Μαθήματα πολλαπλής επιλογής



Η σημερινή μέρα είχε όλα τα ρήματα που μπορώ να σκεφτώ. Ενοχλούμαι, θίγομαι, στεναχωριέμαι, πεισμώνω, αφαιρούμαι, ονειροπολώ, νοιώθω, αναρωτιέμαι, οδηγώ, κρατώ. Δε θα βγάλω άχνα για τη δουλειά. Ο αγών θα δικαιωθεί.

Τελειώνοντας όμως απ' τη μαυρίλα του γραφείου και βγαίνοντας στον έξω κόσμο, ανακάλυψα πως η μέρα έχει μικρύνει. Ω, ναι. Στις 6:15 που έφυγα είχε σκοτεινιάσει και στις 7:20 που μπήκα στο σπίτι μου είχε πια νυχτώσει.

Θα με ρωτήσεις γιατί στα λέω όλα αυτά και σε πρήζω απογευματονυχτιάτικα. Καλά θα κάνεις, γι' αυτό εξηγώ: Στη διαδρομή Ομόνοια - Αγία Παρασκευή - σπίτι μου, είδα πολλούς, πάρα πολλούς ανθρώπους. Είδα ζευγάρια, μοναχικούς με γκρίζα μπουφάν και κλειστές ομπρέλες, παιδιά που έλιωναν περιμένοντας μέχρι να ανάψει το πράσινο για να περάσουν στην απέναντι πολυκατοικία, στο μαντρωμένο φιλαράκι τους.

Ανάμεσα σ' αυτούς είδα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι με τις τσάντες τους χιαστί στο λαιμό, να περιμένουν υπομονετικά ταξί. Εκείνος, ψηλός, ασπρομάλλης σήκωνε τακτικά το χέρι του ψάχνοντας. Εκείνη κοντούλα, ένα βήμα πίσω από εκείνον. Σαν να του έδινε την πρωτοβουλία, έναντι των χρόνων που έζησαν μαζί. Τους έβλεπα αρκετή ώρα, περιμένοντας το φανάρι να ανάψει. Έσβησα τη μουσική και χαμήλωσα το παράθυρο για να τους ρωτήσω αν ήθελαν να τους πάω οπουδήποτε. Κοντοστάθηκα βλέποντας ξανά τις χιαστί τσάντες, δείγμα του φόβου τους για τους πιθανούς κλέφτες. Τσαντίστηκα με τους Ευαγγελάτους όλου του κόσμου που μας έχουν κάνει έρμαια των σκοτεινών παθών μας, αλλά και με τον εαυτό μου που έβαλα πρώτη, φεύγοντας, επειδή ντράπηκα να τους ρωτήσω. Αισθάνομαι ότι άφησα παρακαταθήκη το μυαλό μου σ' αυτό το ζευγάρι χρόνων.

Λίγο παρακάτω, 4-5 φανάρια πιο μετά, είδα ένα μακρυμάλλικο αγόρι με φαρδιά ρούχα και ένα κοντό ποδήλατο. Φορούσε κουκούλα και ανάμεσα στα μαλλιά και στο ρούχο, ξέφευγαν οι κατάμαυρες τρίχες των ποδιών του. Στη γωνιά φίλησε την κοπέλα του για να πάει να κάνει μάλλον γκράφιτι με το φίλο που τον περίμενε λίγο παρακάτω. Τη φίλησε με τα μάτια ανοιχτά. Γύρισα το βλέμμα γιατί δε θα ήθελα να ήμουν ποτέ στη θέση αυτής της κοπέλας. Το απόλυτο δόσιμο που περίμενα στην αθωότητα αυτής της ηλικίας, δεν κατοικούσε σ' αυτή τη γωνιά.

Επί της Σόλωνος, έξω από μια καφετέρια είδα το τρίτο ζευγάρι. Εκείνος δεν είχε ούτε μια τρίχα πάνω του. Φρύδια, χέρια, κεφάλι. Δε θυμάμαι πως λέγεται αυτή η ασθένεια και ούτε θέλω να θυμηθώ. Μπροστά του, κατέβηκε από ένα σκουτεράκι μια κοπέλα. Γεμάτη, με τζιν, μπλούζα με ένα πλούσιο, πανέμορφο μαλλί. Την αγκάλιασε σαν αυγή. Τον φίλησε με όλη της την πνοή.

Κάτι μου λέει μέσα μου πως το πρώτο και το τρίτο ζευγάρι έχουν κάτι κοινό. Είναι η ανατολή και η δύση. Τα ζευγάρια που πρέπει να είναι μαζί γιατί έτσι...πρέπει. Γιατί έτσι τους έμελλε. Εκείνος που κάνει ένα βήμα μπροστά για να της φωνάξει ταξί. Εκείνη που τον αγκαλιάζει και πνίγεται στο άτριχο, άθελά του, στήθος. Εκείνος που περιμένει με αγωνία για να κατεβάσει το πόδι της απ' το μηχανάκι. Εκείνη που αγγίζει το χέρι του μετά από τόσο καιρό και ξέρει ότι τίποτα σ' αυτόν τον κόσμο δε θα της χαλάσει τη στιγμή.


Τη στιγμή που το ουράνιο τόξο δεν καταπιέζεται, δε σταματά να δημιουργείται, δεν παύει να αφήνεται, να απελευθερώνεται και να ολοκληρώνεται.

Τελευταία οδηγώ και κρατιέμαι την τελευταία στιγμή για να μην τρακάρω. Αφαιρούμαι βλέποντας τις μικρές, ανθρώπινες ιστορίες.

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009