"Αυτή η χώρα ζει σε μια αέναη σαπίλα", άκουσα να λέει η ξανθιά βαμμένη 60άρα, αναμασώντας τη βαρύγδουπη λέξη που άκουσε στο μεσημεριανό Μπορώ. Περίμενε κι εκείνη, όπως κι εγώ άλλωστε, να ταξιδέψει με την πρώτη θέση του εξαίσιου ελληνικού ΚΤΕΛ. Κι εκεί, ανάμεσα σε δύο λεωφορεία, στις εξατμίσεις ενός νέου κι ενός γεροντότερου πλοίου της ασφάλτου να κάθεται εκείνη μαυροντυμένη με μια πράσινη τσάντα γεμάτη ρούχα.
Μασώντας την τσίχλα της μιλά στη συνομίληκη φίλη της και κοιτά υπεροπτικά τους αλλοδαπούς που περιμένουν να φύγουν, τους φοιτητές που η μοίρα τους τίναξε στις "τρεις γέφυρες", τους άντρες που αγκαλιάζουν την, εδώ και σχεδόν μισό αιώνα, γυναίκα τους, την έγκυο που με την κοιλιά φουσκωμένη μέχρι το στόμα κρατά το σακ βουαγιάζ της βαστώντας παράλληλα ένα παιδί στο δεξί της χέρι. Κι εκείνο βαστά στο χέρι του μια κούκλα - μωρό που όταν την κουνάς ανοιγοκλείνει τα μάτια της.
Και η "αέναη σαπίλα" συνεχίζει απτόητη το ρόλο της. Σκαρφαλωμένη στα πρώην νοσοκομειακά τσόκαρα με πάτο από φελιζόλ, τρεκλίζει για να δώσει πρώτη την τσάντα της στον ιδρωμένο οδηγό, χωρίς να προσποιηθεί ούτε καν ότι τον κοίταξε. Απλώνει το χέρι για να κρατηθεί από τη σιδερένια πόρτα, παίρνει μια βαθιά ανάσα για να αντέξει τη μουσική του λεωφορείου και ανεβαίνει στο δικό της τροχοφόρο Γολγοθά.
Αέναη σαπίλα, αέναων ανθρώπων που αρνούμενοι την κατάδική τους ύπαρξη, προσπαθούν μάταια να συνυπάρξουν με τους κοινούς θνητούς.
Λαέ μου!
ΒΖΙΝ
-
Γυρίζω στο σπίτι από τη δουλειά. Τι χαμπάρια; Με ρωτάει η κουζίνα. Η
περιφρονημένη μου ανάγκη την κοιτάει με ύφος μπλανζέ περασμένου αιώνα.
Πάλιωσες αλλά...
Πριν από 8 χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου