skip to main |
skip to sidebar
Η γυναίκα βγάζει τη πιξελωτή της γλώσσα με κοιτά σαν όφις έτοιμος να μου προσφέρει το μήλο της ηδονής και μετά την καταπίνει με ικανοποίηση δύστοκη αλλά σημαντική. Φευγιό σημαίνει πάλι η μικρή εικονίτσα από τη κόκκινη κατεστραμμένη της φωνή στα ψηλά απόκρημνα βράχια του μυαλού μου. Τι να πρωτοαπαντήσω σε όλους τους μικρούς διαβόλους των ψηλών εβερεστ, εκεί πάνω στην παγωμένη μου άμμο; Τα χρυσά μου σανδάλια που ολισθαίνουν στις ανηφόρες καίγοντάς μου τα άκρα χέρια- πόδια, τα χοντρά παλτά που με καταχώνιασαν σαν σκώρο για χρόνια μέσα στην υγρή πέτρινη σπηλιά λίγο πάνω από την ασημένια ξέπνοη κορυφή. Αναστεναγμοί αποκρουστικοί που βρωμάνε τη πικραμένη μου χολή για τη ματαιότητά της. Ομορφη να λες είναι λίγο. Καυτή λάβα που θα δροσίσει τα μωβ νύχια από τη κάψα της επιτάχυνσης αιώνων. Ευνοώντας όχι μόνο εκείνα, αλλά προπαντώς εκείνες. Εκείνες που μόνο πιτσιλωτές γλώσσες έριξαν εθιμοτυπικά στο μυστήριο τούτης της ανάβασης. Για εκείνες τίποτε άλλο. Μόνο η σημαία που θα ανεμίσει έχοντας πάνω καρφιτσωμένο ότι απέμεινε από τα απανθρακωμένα μου ακρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου